- εκατόμετρο
- τομονάδα μήκους ίση με 100 μ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκατόμετρο — το μονάδα μήκους ίση με εκατό μέτρα. Σύμβολο hm … Dictionary of Greek
εκατόμετρο ή εκτόμετρο — Μονάδα μήκους στη φυσική, που ισούται με εκατό μέτρα. Διεθνώς συμβολίζεται με το hm … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
υφεκατόμετρο — το, Ν το ένα εκατοστό τού μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + εκατόμετρο] … Dictionary of Greek